- φιλοπολεμώ
- -έω, Α [φιλοπόλεμος]1. αγαπώ τον πόλεμο, είμαι φιλοπόλεμος2. (με δοτ. προσ.) είμαι εχθρικός απέναντι σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπολέμῳ — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)